καλοντυμένος

καλοντυμένος
-η, -ο
βλ. καλοντύνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καλοφορώ — 1. φορώ καλά ρούχα, ωραία στολή, είμαι καλοντυμένος 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καλοφορεμένος, η, ο ντυμένος καλά, κομψά, καλοντυμένος …   Dictionary of Greek

  • καλοντύνω — καλόντυσα, καλοντύθηκα, καλοντυμένος, ντύνω κάποιον καλά: Είναι πάντα καλοντυμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ατσάκιστος — και ατσάκιγος, η, ο (Μ ἀτσάκιστος ον) αυτός που δεν τσακίστηκε ή που δεν μπορεί να τσακιστεί, ο άθραυστος νεοελλ. 1. (για ρούχα) αυτός που δεν έχει πτυχές ή τσάκιση 2. (για ελιές) αυτές που δεν έχουν τσακιστεί ή κοπανιστεί 3. αυτός που δεν… …   Dictionary of Greek

  • ευπερίβλητος — η, ο (Α εὐπερίβλητος, ον) νεοελλ. (για πράγματα) αυτός που περιβάλλεται εύκολα, που επενδύεται καλά αρχ. αυτός που είναι καλοντυμένος, που είναι στολισμένος καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περι βάλλω] …   Dictionary of Greek

  • καλοντύνω — 1. ντύνω κάποιον ωραία, κομψά 2. ντύνω κάποιον με καλά ρούχα 3. (η μτχ. παθ. παρκμ.) καλοντυμένος, η, ο 1. ντυμένος ωραία, κομψά 2. ντυμένος με επίσημη ενδυμασία …   Dictionary of Greek

  • καλοστολίζω — (Μ) (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καλοστολισμένος, η, ον ομορφοστολισμένος, καλοντυμένος …   Dictionary of Greek

  • σημαιοστολίζω — Ν 1. αναρτώ σημαίες σε χώρο ή σε κτήριο για τον εορτασμό χαρμόσυνου γεγονότος 2. ναυτ. υψώνω τον μικρό ή τον μεγάλο σημαιοστολισμό 3. μτφ. στολίζω, διακοσμώ 4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) σημαιοστολισμένος, η, ο α) στολισμένος με σημαίες β) ειρων.… …   Dictionary of Greek

  • σινιάρω — και σενιάρω Ν [σινιέ] (κυρίως η μτχ. παθ. παρακμ.) σινιαρισμένος, η, ο καλοντυμένος, μοντέρνος, σινιέ …   Dictionary of Greek

  • σινιέ — ο, η, το, Ν (άκλ. επίθ.) 1. με υπογραφή, με εμπορικό έμβλημα, με σήμα κατατεθέν 2. (για πρόσ.) καλοντυμένος, κομψός, μοντέρνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. signe, μτχ. τού signer «υπογράφω» (< λατ. signum «σημείο, σφραγίδα»)] …   Dictionary of Greek

  • τσελεμπής — και τσελεπής, ο, Ν 1. τίτλος που δινόταν κατά τα πρώτα χρόνια τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα παιδιά τού σουλτάνου και αργότερα στον ανώτερο αρχηγό τού δερβισικού τάγματος τών Μεβλεβήδων 2. μτφ. α) άρχοντας, αφέντης, αγάς β) άνθρωπος ευπρεπής,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”